αμφίκειμαι

Greek Monolingual

ἀμφίκειμαι (Α) κεῖμαι
1. κείμαι γύρω ή επάνω σε κάτι
2. συσσωρεύομαι, στιβάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + κεῖμαι.