ἀμφίκειμαι

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφίκειμαι Medium diacritics: ἀμφίκειμαι Low diacritics: αμφίκειμαι Capitals: ΑΜΦΙΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: amphíkeimai Transliteration B: amphikeimai Transliteration C: amfikeimai Beta Code: a)mfi/keimai

English (LSJ)

Pass., lie round or lie upon, τινι Pi.Fr.92; ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι = locked in each other's arms, clinging to one another, S.OC1620; ἐπ' ὀλέθρῳ ἀμφικεῖσθαι μόρον = slaughter is heaped on slaughter, Ant.1292 (lyr.).

Spanish (DGE)

yacer sobre, estar echado sobre κείνῳ ... Αἴτνα ... ἀμφίκειται Pi.Fr.92
estar abrazado ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι S.OC 1620
fig. añadirse τίνα λέγεις μοι νέον ... ἐπ' ὀλέθρῳ ... ἀμφικεῖσθαι μόρον; ¿qué nueva muerte dices que se añade para mi ruina? S.Ant.1292.

German (Pape)

[Seite 139] herumliegen, Αἴτνα κείνῳ, liegt auf jenem, Piud. frg. 93; umarmen, Soph. O. C. 1616, vgl. Ant. 1278; εἶχε στέφανον ἀμφικείμενον, er harte einen Kranz aufgesetzt, Xenarch. Ath. XIV, 679 e.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être couché, étendu ou placé autour : ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι SOPH se tenant tous embrassés les uns les autres.
Étymologie: ἀμφί, κεῖμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίκειμαι: Παθ., περίκειμαι, ἢ ἐπίκειμαι, τινὶ Πινδ. Ἀποσπ. 93· ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι, κείμενοι ἐν ταῖς ἀγκάλαις ἀλλήλων, ἐπί τινι Σοφ. Ο. Κ. 1620· ἐπ’ ὀλέθρῳ ... ἀμφικεῖσθαι μόνον, ὅ τι εἷς φόνος ἐπίκειται ἐφ’ ἑτέρου, ὁ αὐτ. Ἀντ. 1292. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.

English (Slater)

ἀμφίκειμαι lie around κείνῳ μὲν (sc. Τυφῶνι) Αἴτνα δεσμὸς ὑπερφίαλος ἀμφίκειται fr. 92.

Greek Monolingual

ἀμφίκειμαι (Α) κεῖμαι
1. κείμαι γύρω ή επάνω σε κάτι
2. συσσωρεύομαι, στιβάζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κεῖμαι.

Greek Monotonic

ἀμφίκειμαι: Παθ., περίκειμαι, ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι, κλεισμένοι ανάμεσα στις αγκαλιές ο ένας του άλλου, σε Σοφ.· ἐπ' ὀλέθρῳ ἀμφικεῖσθαι μόρον, πως ο φόνος κάποιου βρίσκεται πολύ κοντά με κάποιον άλλο, στον ίδ.

Middle Liddell

[see κεῖμαι for forms.]
Pass. to lie round, ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι locked in each other's arms, Soph.; ἐπ' ὀλέθρωι ἀμφικεῖσθαι φόνον that one murder lies close upon another, Soph.