αμφιελίσσω

Greek Monolingual

ἀμφιελίσσω (Α)
περιελίσσω, περιτυλίγω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + ἑλίσσω < ἕλιξ (πρβλ. και ἀμφελίσσω).
ΠΑΡ. αρχ. ἀμφιελικτός, ἀμφιέλισσα.