ἀμφιπίπτω (και ποιητ. ἀμφιπίτνω) (Α)1. ορμώ και αγκαλιάζω κάποιον θερμά2. ασπάζομαι, χαιρετίζω.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀμφι- + πίπτω.