αμφιφαής

Greek Monolingual

ἀμφιφαής, -ές (ΑΜ)
μσν.
ο λαμπερός από όλες τις πλευρές
αρχ.
ο ορατός από παντού ή πάντοτε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -φαὴς < φάος.