αμύντωρ

Greek Monolingual

ἀμύντωρ (-ορος), ο (Α)
1. βοηθός, υπερασπιστής
2. αυτός που αμύνεται, που αποκρούει, που απωθεί
3. εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμύνω.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἐπαμύντωρ «υπερασπιστής, τιμωρός». Ο τ. υπάρχει και ως κύριο όνομα].