το (Α ἀνάβλεμμα)κοίταγμα, βλέμμα προς τα επάνωνεοελλ.απλώς κοίταγμα, βλέμμα, ματιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβλέπω.ΠΑΡ. (μσν. νεοελλ.) αναβλεμματίζω].