οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(Α ἀναβλέπω)1. στρέφω το βλέμμα μου προς τα επάνω, κοιτάζω επάνω,2. ανακτώ την όραση μουαρχ.ακμάζω πάλι, ξαναγεννιέμαι, αναζωογονούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βλέπω.ΠΑΡ. ανάβλεμμα, ανάβλεψις].