-η, -ο1. ο λίγο γλυκός, υπόγλυκος, άγλυκος2. αυτός που περιέχει πολύ νερό, νερουλός3. ο επιτηδευμένα και άχαρα γλυκός στους τρόπους, άνοστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + γλυκός.ΠΑΡ. αναγλυκώνω].