ανάπαιστος
Greek Monolingual
ο (Α ἀνάπαιστος, -ον)
νεοελλ.
1. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο άτονες και μία τονισμένη συλλαβή
2. στίχος που αποτελείται από αναπαίστους
αρχ.
1. αυτός που ανακρούεται, που αναπάλλεται
2. μετρικός πόδας που αποτελείται από δύο βραχείες και μία μακρά συλλαβή
3. στίχος που αποτελείται από αναπαίστους
4. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ ἀνάπαιστοι
η παράβαση στην κωμωδία
5. (το ουδ. στον πληθ.) τὰ ἀνάπαιστα
σατιρικά ή άσεμνα ποιήματα σε αναπαιστικό μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναπαίω.
ΠΑΡ. αναπαιστικός.
ΣΥΝΘ. μσν. ἀναπαιστοπυρρίχιος, ἀναπαιστοσπόνδειος.
Translations
Armenian: անապեստ, վերջատանջ; Catalan: anapest; Czech: anapest; Danish: anapest; Dutch: anapest; English: anapaest, anapast; Faroese: øvutur tríliður; Finnish: anapesti; French: anapeste; German: Anapäst; Greek: ανάπαιστος; Ancient Greek: ἀνάπαιστος; Ido: anapesto; Irish: anaipéist; Latin: anapaestus; Norwegian Bokmål: anapest; Nynorsk: anapest; Polish: anapest, antydaktyl; Portuguese: anapesto; Russian: анапест; Serbo-Croatian Cyrillic: ана̀пест; Roman: anàpest; Spanish: anapesto; Swedish: anapest