ἀναπαίω
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
drive back, in Pass., Eust.587.18: metaph., ῥυθμοὶ ἔμμετροί τε καὶ ἀναπαίοντες, = ἀνάπαιστοι, Philostr.VS2.20.3.
Spanish (DGE)
1 obligar a cambiar de rumbo de un barco ὑπὸ πνευμάτων ἀντιπνόων ἀνεπαίσθη Eust.587.18.
2 que «golpea» dos veces, anapéstico ῥυθμοὺς ἐμμέτρους τε καὶ ἀναπαίοντας Philostr.VS 601.
German (Pape)
[Seite 200] wieder-, zurückschlagen, Sp.
French (Bailly abrégé)
frapper à rebours en parl. d'anapestes.
Étymologie: ἀνά, παίω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναπαίω: ἀποκρούω, ἀντικρούω, «παρὰ τὸ ἀναπαίειν, ὅ ἐστιν ἀντικρούειν» Εὐστ. 587. 18: - μεταφ., ῥυθμοὶ ἔμμετροί τε καὶ ἀναπαίοντες, = ἀνάπαιστοι, Φιλόστρ. 601.
Greek Monolingual
ἀναπαίω (AM)
μσν.
αποκρούω, αντικρούω
αρχ.
(για στίχους) έχω συντεθεί σε αναπαιστικό μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + παίω «κρούω, κτυπώ».
ΠΑΡ. ανάπαιστος
αρχ.
ἀναπαιστρίς.
Greek Monotonic
ἀναπαίω: μέλ. -σω, αναπάλλομαι, αντικρούω.