ανάσχεση
Greek Monolingual
η (Α ἀνάσχεσις)
νεοελλ.
αναχαίτιση, συγκράτηση, σταμάτημα
αρχ.
1. ανοχή, εγκαρτέρηση
2. ανέβασμα, άνοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανέχω.
ΠΑΡ. ανασχετικός].
η (Α ἀνάσχεσις)
νεοελλ.
αναχαίτιση, συγκράτηση, σταμάτημα
αρχ.
1. ανοχή, εγκαρτέρηση
2. ανέβασμα, άνοδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανέχω.
ΠΑΡ. ανασχετικός].