ανέμελος

Greek Monolingual

-η, -ο κ. ανάμελος, -η, -ο
1. εκείνος που δεν εχει κανένα μέλημα, ξέγνοιαστος, αμέριμνος
2. αμελής, αδιάφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανε- στερ.. + μέλω «φροντίζω»].