μέλημα

From LSJ

Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell

Menander, Monostichoi, 358
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλημα Medium diacritics: μέλημα Low diacritics: μέλημα Capitals: ΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: mélēma Transliteration B: melēma Transliteration C: melima Beta Code: me/lhma

English (LSJ)

-ατος, τό, (μέλω)
A object of care, beloved object, darling, of persons, μ. τὦμον Sapph. 126, cf. Ar. Ec.972 (lyr.), Men. Pk.214; νέαισιν παρθένοισι μ. Pi. P.10.59; Χαρίτων μ. Id.Fr.95; Κύπριδος ib.217; ὦ φίλτατον μ. δώμασιν A. Ch.235; ὦ γραῦ, τῷ θανάτῳ μ. Ar. Ec.905 (lyr.).
II charge, duty, A. Ag.1551 (anap.); μέλον πάλαι μ. μοι S. Ph.150 (lyr.).
2 care, anxiety, A. Eu.444, Theoc.14.2, etc.

German (Pape)

[Seite 122] τό, das, wofür man Sorge trägt, Gegenstand der Fürsorge u. Pflege, νέαις μέλημα παρθένοισι, der geliebte Gegenstand, Pind. P. 10, 59, wie μέλημα κλεπτόμενον Κύπριδος, frg. 237; so Aesch. ὦ φίλτατον μέλημα δώμασιν πατρός, Ch. 233, wie bei Ar. ein Jüngling die Geliebte nennt ὦ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Eccl. 972, u. komisch ein altes Weib τῷ θανάτῳ μέλημα heißt, ib. 994; πάλαι μέλημά μοι λέγεις, τὸ σὸν φρουρεῖν ὄμμα, Soph. Phil. 150, was mir schon lange ein Gegenstand der Sorge war. – Die Sorge, τῶν σῶν ἐπῶν μέλημ' ἀφαιρήσω μέγα, Aesch. Eum. 422, vgl. Ag. 1530; τί δέ σοι τὸ μέλημα, Theocr. 14, 2; Anacr. oft, u. a. sp. D.; auch in Prosa, Luc. Rhet. praec. 14.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet de soin, de sollicitude;
2 en parl. de pers. être cher, cause de sollicitude ; charge, devoir, soin, sollicitude, souci.
Étymologie: μέλει.

Russian (Dvoretsky)

μέλημα: ατος τό
1 забота, попечение: μέλον πάλαι μ. μοι Soph. давнишняя моя забота;
2 тревога, беспокойство (τί δέ σοι τὸ μ.; Theocr.): τῶν σῶν ἐπῶν μ. Aesch. тревога, внушенная твоими словами;
3 предмет заботы, сокровище (φίλτατον Aesch.; χρυσοδαίδαλτον Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μέλημα: τό, (μέλω) τὸ περὶ οὗ φροντίζει τις καὶ ὃ φιλεῖ, τὸ ἀγαπητὸν καὶ πεφιλημένον πρόσωπονπρᾶγμα, ἐπὶ προσώπων, τοὐμὸν μέλ., ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, mea cura, Σαπφὼ 105· νέαις μ. παρθένοις Πινδ. Π. 10. 93· Χαρίτων μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 63· Κύπριδος αὐτόθι 237· ὦ φίλτατον μ. δώμασιν Αἰσχύλ. Χο. 235· ὦ γραῦ, τῷ θανάτῳ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 905, πρβλ. 972. ΙΙΙ. χρέος, καθῆκον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1549· μέλον πάλαι μέλημά μοι λέγεις Σοφ. Φιλ. 150. 2) φροντίς, μέριμνα, ἀνησυχία, Αἰσχύλ. Εὐμ. 444, Θεόκρ. 14, 2, κτλ.

English (Slater)

μέλημα
   a care γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος. fr. 217.
   b object of care; of people, darling τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα (P. 10.59) σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. Πάν) fr. 95. 4.

Greek Monolingual

το (ΑM μέλημα μέλω
1. αντικείμενο μελέτης και φροντίδας, αυτό για το οποίο μεριμνά κάποιος (α. «νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα», Πίνδ.
β. «το μόνο μέλημά του ήταν η εξυπηρέτηση του συμφέροντος της πολιτείας»)
2. μέριμνα, φροντίδα
αρχ.
1. χρέος, υποχρέωση, καθήκον (οὐ σὲ προσήκει τὸ μέλημ' ἀλέγειν τοῦτο», Αισχύλ.)
2. έγνοια, ανησυχία
3. (για πρόσωπα) αντικείμενο της αγάπης κάποιου.

Greek Monotonic

μέλημα: -ατος, τό (μέλω),·
I. αντικείμενο φροντίδας, αγαπητός, λέγεται για πρόσωπα, τοὐμὸν μέλημα, όπως το mea cura του Βιργιλίου, σε Πίνδ.· ὦ φίλτατον μέλημα, σε Αισχύλ.
II. 1. υποχρέωση, καθήκον, στον ίδ., σε Σοφ.
2. έγνοια, ανησυχία, σε Αισχύλ., Θεόκρ.

Middle Liddell

μέλημα, ατος, τό, μέλω
I. the object of care, a darling, of persons, τοὐμὸν μέλ., like Virgil's mea cura, Pind.; ὦ φίλτατον μ. Aesch.
II. a charge, duty, Aesch., Soph.
2. care, anxiety, Aesch., Theocr.

English (Woodhouse)

anxiety, darling, anxious thought, charge committed to one's care, object of care, something intrusted to one's care

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)