ανάμελος
From LSJ
ὁ λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν δρόμον τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin
Greek Monolingual
και ανέμελος, -η, -ο
αδιάφορος, αφρόντιστος, ατημέλητος, ξένοιαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-, ανε- στερ. + μέλει.
ΠΑΡ. αναμελεύω, αναμελιά, αναμελώ].