-η, -ο (Α ἀνήμερος, -ον)μη ημερωμένος, άγριοςνεοελλ.φρ. «γίνομαι θηρίο ανήμερο» — θυμώνω, οργίζομαι φοβεράαρχ.1. άγριος, ατίθασος2. (για τόπο) απόκρημνος, βραχώδης.