αναγωγικός

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀναγωγικός, -ή, -όν) ἀναγωγή
νεοελλ.
ο κατάλληλος για αναγωγή ή ο σχετικός με αυτήν
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ανυψώνει, που εξυψώνει
2. επίρρ. ἀναγωγικῶς
πνευματικά.