αναδίφηση

Greek Monolingual

η
1. λεπτομερειακή και προσεκτική έρευνα αρχείων, εγγράφων εντύπων κ. ά
2. απλώς αναζήτηση, έρευνα, μελέτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον λεξικογράφο και ιστορικό Σκαρλάτο Βυζάντιο].