αναζωογονητικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που συντελεί στην αναζωογόνηση, που αναζωογονεί ψυχικά και σωματικά, ζωογόνος, τονωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογονώ. Η λ. απαντά για πρώτη φορά το 1890].