αναζωογονώ

Greek Monolingual

(-έω)
1. ενεργ. δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, ψυχικές και σωματικές, τονώνω, ξαναζωντανεύω
2. ανακτώ τις ψυχικές και σωματικές μου δυνάμεις, τονώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναζωογόνος.
ΠΑΡ. αναζωογόνηση, αναζωογονητικός].