τονώνω

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

τονῶ, -όω, ΝΑ τόνος (Ι)]
1. δίνω σε κάτι τόνο, δύναμη, ζωή, ενδυναμώνω, ενισχύω (α. «το φάρμακο τον τόνωσε» β. «τρέφοισαι καὶ τόνοισαι καὶ τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς», Τιμ. Λοκρ.)
2. βάζω τόνο, τονίζω (α. «τονούμενη συλλαβή» β. «περὶ τῶν διαφόρως τονουμένων», Σχολ. Ιλ.)
νεοελλ.
μτφ. αναζωογονώ, ζωντανεύω («η χορήγηση του δανείου τόνωσε την επιχείρηση»)
αρχ.
(στους Στωικούς) διαμορφώνω με δημιουργική δύναμη της φωτιάς («[οὐσίαι] ἐπὶ τὸ οἰκεῖον τῇ φύσει αὐτῶν παραγίνονται σχῆμα τετονωμέναι», Στωικ.).