αναζωογόνος

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek Monolingual

-ο
ο αναζωογονητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + ζωογόνος.
ΠΑΡ. αναζωογονώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ, όπου χρησιμοποιείται ως επίθετο των λέξεων επίδρασις και ψεκάδες].