Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αναιρεσείων
Greek Monolingual
(-οντος), -ον αυτός που ζητεί αναίρεση, ακύρωση δικαστικής αποφάσεως. [ΕΤΥΜΟΛ.< θ. αναιρεσ-, αναιρέσω, μέλλ. του ρ. αναιρώ. Η λ. απαντά για πρὠτη φορά στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος].