ανακολλώ
Greek Monolingual
(-άω) (Α ἀνακολλῶ)
νεοελλ.
κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ
αρχ.
κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολλῶ.
ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση(-ις)
νεοελλ.
ανακολλητικός].
(-άω) (Α ἀνακολλῶ)
νεοελλ.
κολλώ εκ νέου, ξανακολλώ
αρχ.
κολλώ κάτι επάνω σε κάτι άλλο, επικολλώ ή συγκολλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κολλῶ.
ΠΑΡ. ανακόλλημα, ανακόλληση(-ις)
νεοελλ.
ανακολλητικός].