ανακρεμάννυμι
Greek Monolingual
ἀνακρεμάννυμι (Α)
1. κρεμώ κάτι από κάπου
2. απαγχονίζω
3. κάνω να εξαρτάται, εξαρτώ
«ἀνακρεμάσας ὑμᾶς ἀπὸ τῶν ἐλπίδων»
4. παθ. ἀνακρέμαμαι είμαι κρεμασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρεμάννυμι.
ἀνακρεμάννυμι (Α)
1. κρεμώ κάτι από κάπου
2. απαγχονίζω
3. κάνω να εξαρτάται, εξαρτώ
«ἀνακρεμάσας ὑμᾶς ἀπὸ τῶν ἐλπίδων»
4. παθ. ἀνακρέμαμαι είμαι κρεμασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κρεμάννυμι.