η (Α ἀναλγησία) ἀνάλγητοςέλλειψη αισθήσεως των ψυχικών ή σωματικών πόνων, αναισθησία στον πόνονεοελλ.1. ασπλαχνία, απονιά, απάθειααρχ.αμβλύτητα πνεύματος, νωθρότητα.