απονιά

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

η (Α ἀπονία) άπονος
έλλειψη συμπόνιας, ασπλαχνιά
αρχ.
1. αποφυγή κόπων, οκνηρία
2. εξαίρεση, απαλλαγή από τους κόπους
3. καθιστική ζωή των γυναικών
4. (φιλοσ.) απαλλαγή από τους πόνους, αναλγησία.