αναμπάμπουλα
Greek Monolingual
και αναμπούμπουλα και αλαμπάμπουλα επίρρ.
1. χωρίς τάξη, άτακτα, όπως τύχει
2. απερίσκεπτα
3. αμέριμνα, ατάραχα, ήρεμα
4. αντίξοα, «ανάποδα», άβολα
5. (για ανώμαλες καταστάσεις) φύρδην-μίγδην, άνω-κάτω
6. θορυβωδώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Το πρώτο συνθετ. της λ. είναι η πρόθ. ανα-, αλλά το δεύτερο είναι άγνωστο. Κατά τον Κοραή η λ. προέρχεται από το άλλα πάμπολλα, ενώ σύμφωνα με άλλη άποψη από το Βενετ. ala babala ή ala babula. Το τουρκ. anababola μάλλον από το ελλην.
ΠΑΡ. αναμπουμπούλα].