αναμπουμπούλα
From LSJ
Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible
Greek Monolingual
και ανεμπουμπούλα και αναμπαμπούλα, η αναμπάμπουλα
θόρυβος, φασαρία, αναταραχή, αναστάτωση.