αναμπουμπούλα

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

και ανεμπουμπούλα και αναμπαμπούλα, η αναμπάμπουλα
θόρυβος, φασαρία, αναταραχή, αναστάτωση.