αναμόχλευση

Greek Monolingual

η (Μ ἀναμόχλευσις) ἀναμοχλεύω
1. νεοελλ. μετακίνηση αντικειμένου με μοχλό, ανασήκωμα, μετατόπιση
2. ανακίνηση λησμονημένου ζητήματος, έξαψη, αναζωπύρωση
μσν.
διατάραξη, ανατροπή.