αναπαριστάνω
Greek Monolingual
και αναπαριστώ
παριστάνω κάτι εκ νέου, κάνω αναπαράσταση, περιγράφω ή εκτελώ με ακρίβεια παρωχημένο γεγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αναπαριστώ μαρτυρείται από το 1888 στον Ιταλό δημοσιογράφο και συγγραφέα Αντ. Φραβασίλη.
ΠΑΡ. αναπαράσταση, αναπαραστατικός].