αναποδοβολώ

Greek Monolingual

(-άω και -έω)
στρέφω κάτι ανάποδα, αναποδογυρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάποδα + -βολώ < -βόλος < βάλλω (πρβλ. γεννοβολώ, μοσχοβολώ, φεγγοβολώ κ.ά.)].