πρὸς ἠοίων ἢ ἑσπερίων ἀνθρώπων → from men of the east or of the west
(-άω)γεννώ συχνά, κάνω πολλά παιδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γεννώ + -βολώ < βόλος, βολή < βάλλω (πρβλ. αστροβολώ, φεγγοβολώ].