αναποδογυρίζω
From LSJ
Greek Monolingual
1. γυρίζω κάτι ανάποδα, δηλ. την επάνω επιφάνεια προς τα κάτω, ανατρέπω, αντιστρέφω
2. (για κήπο, αγρό κ.λπ.) σκάβω, οργώνω
3. επιφέρω αταξία, ακαταστασία, «τά κάνω άνω-κάτω»
4. καταστρέφω
5. ματαιώνω, διαφοροποιώ
6. ανατρέπομαι
7. ματαιώνομαι, γίνομαι διαφορετικός.