αναποδογυρίζω
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Greek Monolingual
1. γυρίζω κάτι ανάποδα, δηλ. την επάνω επιφάνεια προς τα κάτω, ανατρέπω, αντιστρέφω
2. (για κήπο, αγρό κ.λπ.) σκάβω, οργώνω
3. επιφέρω αταξία, ακαταστασία, «τά κάνω άνω-κάτω»
4. καταστρέφω
5. ματαιώνω, διαφοροποιώ
6. ανατρέπομαι
7. ματαιώνομαι, γίνομαι διαφορετικός.