αναποιώ

Greek Monolingual

ἀναποιῶ (-έω) (ΑΜ)
μσν.
επισκευάζω, διορθώνω, μεταποιώ
αρχ.
1. παρασκευάζω
2. ανακατεύω (πρβλ. αναπιάνω, 3).