διορθώνω

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261

Greek Monolingual

(AM διορθῶ, -όω
Μ και διορθώνω) ορθώ
1. στήνω κάτι όρθιο, επαναφέρω στη σωστή θέση
2. τακτοποιώ, διευθετώ, επανορθώνω
3. (για γραπτό κείμενο ιδίως) εξαλείφω σφάλματα και ελλείψεις
4. (για πρόσ.) επαναφέρω στον ίσιο δρόμο, σωφρονίζω, τιμωρώ για σωφρονισμό
νεοελλ.
1. επιδιορθώνω, επισκευάζω
2. βελτιώνω, καλυτερεύω
αρχ.-μσν.
1. επανορθώνω
2. (για ομιλία) διηγούμαι κανονικά
μσν.
1. ρυθμίζω, κανονίζω
2. ετοιμάζω
3. παρατάσσω
4. ορίζω, διατάζω
5. διορίζω
6. εγκαθιστώ κάποιον
7. στήνω, τοποθετώ
8. χτίζω
9. εκτελώ, ενεργώ
10. αποφασίζω, συμφωνώ
11. συμβουλεύω
12. συγκροτώ, οργανώνω
13. μέσ. σηκώνομαι
αρχ.
1. ικανοποιώ
2. καταπαύω
3. επαναφέρω
4. αναθεωρώ
5. πληρώνω, εξοφλώ χρέη
6. (σε συζήτηση) επιμένω στη γνώμη μου
7. συμφιλιώνω κάποιον με κάποιον άλλο
8. φρ. «διορθῶ περὶ ἡ ὑπέρ τινος» — παίρνω εγγύηση, βεβαίωση.