μεταποιώ

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

Greek Monolingual

(ΑΜ μεταποιῶ, -έω, σπάν. -όω)
μεταβάλλω την υφή ή τη μορφή ενός πράγματος, μετασκευάζω, μετασχηματίζω
μσν.
υποστηρίζω, συμπαρίσταμαι, βοηθώ
αρχ.
1. κάνω κάποιον να αλλάξει γνώμη, μεταπείθω
2. (με γεν.) καταδιώκω
3. (το μέσ.) μεταποιοῦμαι, -έομαι
(με γεν.) α) μοχθώ, κοπιάζω για κάτι, προσπαθώ, αγωνίζομαι
β) αντιποιούμαι, ιδιοποιούμαι, οικειοποιούμαι
4. (το παθ.) μεταποιοῦμαι, -όομαι
είμαι προικισμένος με διαφορετική ποιότητα.