αναπιάνω

From LSJ

Μακάριόν ἐστιν υἱὸν εὔτακτον τρέφειν → Felicitas eximia sapiens filius → Ein Glück ist's, einen Sohn, der brav ist, großzuziehn

Menander, Monostichoi, 342

Greek Monolingual

και ανεπιάνω
1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου
2. βοηθώ
3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό
4. αρχίζω κάποιο έργο
5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω
6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω
7. υπενθυμίζω, επαναλαμβάνω κάτι
8. κατακρίνω, κατηγορώ
9. προσπαθώ να μάθω τα μυστικά κάποιου με πλάγια μέσα
10. (ενεργ. και μέσ.) προάγομαι οικονομικά, «πιάνομαι»
11. μέσ. ενισχύομαι σωματικά, δυναμώνω, «καρδαμώνω».