αναπιάνω
From LSJ
Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ → The unexamined life is not worth living
Greek Monolingual
και ανεπιάνω
1. πιάνω, κρατώ, παίρνω κάτι επάνω μου ή στα χέρια μου
2. βοηθώ
3. ξαναζυμώνω το προζύμι προσθέτοντας αλεύρι και νερό
4. αρχίζω κάποιο έργο
5. ράβω, επιδιορθώνω, μπαλώνω
6. (για τη φωτιά) αναζωπυρώνω, αναδεύω, συνδαυλίζω
7. υπενθυμίζω, επαναλαμβάνω κάτι
8. κατακρίνω, κατηγορώ
9. προσπαθώ να μάθω τα μυστικά κάποιου με πλάγια μέσα
10. (ενεργ. και μέσ.) προάγομαι οικονομικά, «πιάνομαι»
11. μέσ. ενισχύομαι σωματικά, δυναμώνω, «καρδαμώνω».