αναριθμώ
Greek Monolingual
(-έω) (Α ἀναριθμοῦμαι, -έομαι)
νεοελλ.
αριθμώ, υπολογίζω εκ νέου, ξαναμετρώ
αρχ.
1. αναλογίζομαι, απαριθμώ, στοχάζομαι
2. αναθεωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αριθμώ.
ΠΑΡ. αναρίθμητος].
(-έω) (Α ἀναριθμοῦμαι, -έομαι)
νεοελλ.
αριθμώ, υπολογίζω εκ νέου, ξαναμετρώ
αρχ.
1. αναλογίζομαι, απαριθμώ, στοχάζομαι
2. αναθεωρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + αριθμώ.
ΠΑΡ. αναρίθμητος].