Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανατολίτης
Greek Monolingual
ο, θηλ. ανατολίτισσα 1. ο κάτοικος χώρας της Ανατολής ή αυτός που κατάγεται από εκεί 2.άτομο με ψυχολογία, νοοτροπία και συνήθειες της Ανατολής. [ΕΤΥΜΟΛ.<Ανατολή. Η λ., στον πληθ., μαρτυρείται στον Δ. Βικέλα].