ψυχολογία
From LSJ
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
Greek Monolingual
η, Ν
1. επιστημονικός κλάδος που έχει ως αντικείμενο τη μελέτη της συμπεριφοράς καθώς και τών συμπεριφορικών εκφάνσεων της εμπειρίας στον άνθρωπο και στα ζώα, τη μελέτη και ερμηνεία τών ψυχικών φαινομένων και λειτουργιών, καθώς και τών νόμων που τά διέπουν
2. επιστημονικό ή σχολικό σύγγραμμα που πραγματεύεται τα θέματα αυτά
3. το σχετικό μάθημα σε εκπαιδευτικό ίδρυμα
4. συνεκδ. η ψυχοσύνθεση, ο ψυχισμός ή η ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου ή ενός συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychologie (< ψυχή + -λογία). Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Ευγένιο Βούλγαρι].