αναφύσημα

Greek Monolingual

το (Α ἀναφύσημα)
φύσημα προς τα επάνω (για ανοδική κίνηση θερμού αέρα από ηφαίστεια κ.λπ.)
νεοελλ.
1. ανάλαφρη πνοή του ανέμου
2. φύσημα της μύτης
αρχ.
σκόνη για τη θεραπεία φλεγμονής.