ἀνδρηλάτης, ὁ (Α)1. αυτός που διώχνει τους άνδρες από το σπίτι τους2. μτφ. τιμωρός, εκδικητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνήρ, ἀνδρός + -ηλάτης (< ἐλαύνω «διώχνω»).ΠΑΡ. ἀνδρηλατῶ].