ἀνδρηλάτης
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
English (LSJ)
[ᾰ], ον, ὁ, he that drives one from his home, dub.l. in A.Th.637, cf. Hsch.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
el que expulsaEteocles a Polinices, A.Th.637 (cód.), cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 217] ὁ, Aesch. Spt. 619, der in die Verbannung jagt.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui chasse un homme de ses foyers, qui bannit un homme (en punition d'un crime de sang).
Étymologie: ἀνήρ, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδρηλάτης: ου ὁ карающий изгнанием Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, (ἐλαύνω) ὁ ἀποδιώκων τινὰ ἀπὸ τῆς ἑστίας αὐτοῦ, ἰδίως ὁ ἐκδικητής τοῦ αἵματος, ἐν περιπτώσει φόνου, Αἰσχύλ. Θ. 637, πρβλ. Ρουγκ. Τίμ., Μυλλ. Εὐμεν. § 44.
Greek Monolingual
ἀνδρηλάτης, ὁ (Α)
1. αυτός που διώχνει τους άνδρες από το σπίτι τους
2. μτφ. τιμωρός, εκδικητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνήρ, ἀνδρός + -ηλάτης (< ἐλαύνω «διώχνω»).
ΠΑΡ. ἀνδρηλατῶ].
Greek Monotonic
ἀνδρηλάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνήρ, ἐλαύνω), αυτός που αποδιώχνει κάποιον από την οικία του, εκδικητής του αίματος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
ἀνήρ, ἐλαύνω
he that drives one from home, the avenger of blood, Aesch.