ανεγείρω

Greek Monolingual

(AM ἀνεγείρω)
χτίζω, οικοδομώ
μσν.
(αμτβ.) παρακινούμαι, ενδυναμώνομαι
αρχ.
1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον
2. (μολπήν, κώμον) ξυπνώ, σηκώνω, αρχίζω
3. εξεγείρω, ερεθίζω.