(AM ἀνεγείρω)χτίζω, οικοδομώμσν.(αμτβ.) παρακινούμαι, ενδυναμώνομαιαρχ.1. σηκώνω από τον ύπνο, ξυπνώ κάποιον2. (μολπήν, κώμον) ξυπνώ, σηκώνω, αρχίζω3. εξεγείρω, ερεθίζω.