ανεκτίμητος

Greek Monolingual

-η, -ο
1. εκείνος του οποίου δεν ορίστηκε η τιμή, δεν έγινε εκτίμηση της αξίας του, αδιατίμητος
2. ατίμητος, πολύτιμος, υπερβολικά ακριβός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εκτιμώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1834 στον δημοσιογράφο καί ιστορικό Ι. Φιλήμονα].