Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ανεξέταστος
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεξέταστος, -ον) εκείνος που δεν εξετάστηκε, δεν υποβλήθηκε σε εξέταση νεοελλ. (Νομ.) (για μάρτυρες) εκείνος που δεν υποβλήθηκε σε ανάκριση από την αρμόδια δικαστική αρχή αρχ. αυτός που δεν διερευνήθηκε, δεν μελετήθηκε.