ανάκριση
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
Greek Monolingual
η (Α ἀνάκρισις)
εξέταση κάποιου με υποβολή ερωτήσεων για να ανακαλυφθεί ή να εξακριβωθεί η αλήθεια
αρχ.
1. εξέταση, έρευνα για την εύρεση της αλήθειας
2. (ως πολιτικός όρος): α) εξέταση τών αρχόντων για να διαπιστωθεί η ικανότητα ή καταλληλότητά τους
β) η εξέταση τών σχετιζόμενων με εκδικαζομένη υπόθεση προσώπων από τους άρχοντες για τη συλλογή στοιχείων για τη δίκη
3. λογομαχία, διαπληκτισμός, φιλονικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνακρίνω.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανακριτικός].