ανεξικακία
Greek Monolingual
η (AM ἀνεξικακία)
το να είναι κανείς ανεκτικός προς τους κακούς, αμνησικακία, πραότητα, μακροθυμία
αρχ.
υπομονή, καρτερία.
η (AM ἀνεξικακία)
το να είναι κανείς ανεκτικός προς τους κακούς, αμνησικακία, πραότητα, μακροθυμία
αρχ.
υπομονή, καρτερία.