ἀνθέρικος, ο (Α) αθήρ1. ο μίσχος, το κοτσάνι διαφόρων φυτών και ειδικά του ασφόδελου2. το άνθος, ο καρπός ή το καλάμι του ασφόδελου3. το φυτό ασφόδελος.